τηλεγραφητής

τηλεγραφητής
[тилэграфитис]

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τηλεγραφητής" в других словарях:

  • τηλεγραφητής — ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος, ενώ το θηλ.,… …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφητής — ο 1. υπάλληλος που διαβιβάζει ή δέχεται τηλεγραφήματα με τηλεγραφικές συσκευές. 2. υπάλληλος του ΟΤΕ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυρματιστής — ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος] τηλεγραφητής σε ασύρματο …   Dictionary of Greek

  • χειριστής — ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν [χειρίζω / ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού») 2. τηλεγραφητής 3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου 4. ναυτ. ναυτικός στην… …   Dictionary of Greek

  • Ταλαάτ — Τούρκος πολιτικός, ένας από τους ηγέτες του νεοτουρκικού κόμματος Ένωση και Πρόοδος (1874 1921). Γεννήθηκε στην Ανδριανούπολη από πολύ φτωχούς γονείς. Εργάστηκε ως υπάλληλος ταχυδρομείου και το 1908 υπηρέτησε ως τηλεγραφητής στη Θεσσαλονίκη, όπου …   Dictionary of Greek

  • Φλωράκης, Χαρίλαος — (Ραχούλα Καρδίτσας 1914). Πολιτικός, επίτιμος πρόεδρος του KKE. Τελείωσε την επαγγελματική σχολή των Tαχυδρομείων, Tηλεγράφων, Tηλεφώνων και έπειτα, τηλεγραφητής τότε, φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από νωρίς εντάχθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειριστής — ο 1. αυτός που χειρίζεται κάτι. 2. ο τηλεγραφητής που χειρίζεται το χειριστήριο. 3. ο παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»